- ἰδέαι
- ἰδέαformfem nom/voc pl (ionic)ἰδέᾱͅ , ἰδέαformfem dat sg (attic doric ionic aeolic)ἰδέωknowpres ind mp 2nd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἰδέᾳ — ἰδέαι , ἰδέα form fem nom/voc pl (ionic) ἰδέᾱͅ , ἰδέα form fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἰδέαι , ἰδέω know pres ind mp 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… … Dictionary of Greek
Platon — Pour les articles homonymes, voir Platon (homonymie) et Plato. Platon ( Πλάτων ) Philosophe occidental Antiquité … Wikipédia en Français
Tradition platonicienne — Platon Pour les articles homonymes, voir Platon (homonymie). Platon ( Πλάτων ) Philosophe Occidental Antiquité … Wikipédia en Français
ДЕМОКРИТ — (Demokritos) из Абдеры во Фракии (ок. 470 или 460 360 е гг. до н.э.) др. греч. философ, основоположник атомистического учения. Автор более 70 сочинений по этике, физике, математике, языку и литературе, различным прикладным наукам, в т.ч. медицине … Философская энциклопедия
ДЕМОКРИТ — ДЕМОКРИТ (Δημόκριτος) из Абдеры (ок. 460/457 ок. 360 до н. э.), греческий философ, основоположник атомистического учения. Жизнь и сочинения. Родился в г. Абдера во Фракии. Дата рождения философа уже в Античности была спорным вопросом:… … Античная философия
έναστρος — η, ο και ενάστερος, η, ο (Α ἔναστρος, ον) ο γεμάτος αστέρια, ο αστροφώτιοτος («έναστρος ουρανός») αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται ανάμεσα στα αστέρια 2. λαμπερός, αστερόφεγγος, φωτεινός («ἔναστροι ἰδέαι») … Dictionary of Greek
απαθής — (AM ἀπαθής, οῡς, ές) [πάθος] ο χωρίς πάθος, ο ατάραχος αρχ. μσν. αβλαβής, υγιής αρχ. 1. αυτός που δεν υποφέρει από κάτι ή δεν έχει πάθει κάτι («ἀπαθὴς κακῶν», Ηρόδ. «ἀπαθὴς νόσων», Δημοσθ.) 2. όποιος δεν δοκίμασε κάτι, δεν έχει εμπειρία («ἀπαθὴς… … Dictionary of Greek
κουλουβάχατα — επίρρ. άνω κάτω, φύρδην μίγδην. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. kullu wahad «όλα ένα». Η λ. διαδόθηκε από τον τίτλο πολ. φυλλαδίου τού Θ. Κολοκοτρώνη (Φαλέζ): Η Κουλουβάχατα ήαι φύρδην μίγδην σημεριναί ιδέαι] … Dictionary of Greek
υποβαίνω — ΜΑ [βαίνω] (με γεν.) είμαι υποδεέστερος, είμαι κατώτερος (α. «τὰ ὑπ αὐτοῡ [ενν. τοῡ Χριστοῡ] γεγονότα, ὑποβεβηκότα δὲ τὴν αὑτοῡ θεότητα», Επιφάν. β. «oἱ [ενν. θνητοί] τῶν ἡρώων ὑποβαίνουσι», Ιεροκλ.) αρχ. 1. στέκομαι από κάτω, στηρίζω («τὸ… … Dictionary of Greek